βῆτ'

βῆτ'
βῆτε , βάζω
speak
fut ind act 2nd pl (doric)
βῆται , βάζω
speak
fut ind mid 3rd sg (doric)
βῆτε , βαίνω
walk
aor imperat act 2nd pl
βῆτε , βαίνω
walk
aor subj act 2nd pl
βῆτε , βαίνω
walk
aor ind act 2nd pl (homeric ionic)
βῆτα , βῆτα
neut

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βητάρμων — βητάρμων, ο (Α) 1. ο χορευτής 2. ως επίθ. ο χορευτικός, που φαίνεται σαν να χορεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με βάση την ερμηνεία του Ησυχίου («ορχησταί από του ηρμοσμένως βαίνειν»), η λ. βητ άρμων συνδέεται ως προς το β συνθετικό με την ομάδα… …   Dictionary of Greek

  • πυκνάρμων — όνος, ὁ, ἡ, Α συναρμοσμένος με πυκνό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + άρμων (< ἅρμα / ἁρμόττω), πρβλ. βητ άρμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”